αναψυχώνω

αναψυχώνω
1. εμψυχώνω, ενθαρρύνω
2. μέσ. ξαναπαίρνω δυνάμεις.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αναψυχώνω — ξαναδίνω σε κάποιον θάρρος: Τα λόγια που του είπε τον αναψύχωσαν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”